Ψυχική οδύνη σε αυτοκινητιστικό με θάνατο πεζού
Η συνυπαιτιότητα πεζού για το θάνατό του επειδή διέσχισε το οδόστρωμα εκτός διαβάσεως επηρεάζει την αποζημίωση ψυχικής οδύνης των συγγενών.
Ο πεζός κρίνεται συνυπαίτιος για το θάνατό του από το αυτοκινητιστικό ατύχημα κατά ποσοστό 70% επειδή διέσχισε την εθνική οδό από σημείο που δεν υπήρχαν ούτε διάβαση πεζών ούτε φωτεινοί σηματοδότες.
Ο οδηγός κρίνεται συνυπαίτιος για το θάνατο του πεζού κατά 30% επειδή δεν μπόρεσε να τροχοπεδήσει έγκαιρα το αυτοκίνητο και να αποτρέψει το θανατηφόρο αυτοκινητιστικό ατύχημα.
Η αποζημίωση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν οι συγγενείς είναι πολύ περιορισμένη λόγω ακριβώς του μεγάλου ποσοστού συνυπαιτιότητας του πεζού στην πρόκληση του αυτοκινητιστικού ατυχήματος που επέφερε το θάνατό του.
Ας δούμε τα ενδιαφέροντα της αρκετά αυστηρής για τον πεζό δικαστικής απόφασης:
Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά το αυτοκινητιστικό ατύχημα οφείλεται σε συγκλίνουσα υπαιτιότητα τόσο του πεζού, όσο και του πρώτου εναγομένου οδηγού, διότι και οι δύο επέδειξαν αμελή συμπεριφορά, αφού κατά προφανή παράβαση των ρυθμιστικών της κυκλοφορίας διατάξεων, ο μεν πεζός των άρθρων 2 και 38 παρ. 4 δ, ε΄ και ζ΄, ο δε πρώτος εναγόμενος των άρθρων 12 παρ. 1, 19 παρ. 1,2 και 3 ΚΟΚ, δεν κατέβαλαν την επιμέλεια του μέσου συνετού ανθρώπου, που θα βρισκόταν κάτω από ανάλογες περιστάσεις.
Ειδικότερα, ο μεν πεζός συντέλεσε στην πρόκληση του θανατηφόρου αυτοκινητιστικού ατυχήματος, διότι, αφενός μεν δεν επιχείρησε να διασχίσει το οδόστρωμα της Εθνικής Οδού από το σημείο που υπήρχαν φωτεινοί σηματοδότες, αφετέρου δε, ενώ επέλεξε να διασχίσει αυτή από σημείο που δεν υπήρχε διάβαση πεζών, αν και ήταν υποχρεωμένος πριν κατέλθει επί του οδοστρώματος να ελέγξει την κυκλοφορία, λαμβάνοντας υπόψη την απόσταση και την ταχύτητα των κινούμενων οχημάτων, εν τούτοις, δεν συμμορφώθηκε με αυτή την υποχρέωσή του.
Ο δε πρώτος εναγόμενος, διότι, αν και κινούνταν σε κατοικημένη περιοχή, δεν οδηγούσε με σύνεση και τεταμένη την προσοχή του, ούτε ρύθμισε την ταχύτητά του στις επικρατούσες συνθήκες, κατά τρόπο, ώστε να ασκεί επί του αυτοκινήτου, που οδηγούσε, τον επιβαλλόμενο έλεγχο, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί εγκαίρως τον πεζό, ο οποίος εκείνη τη χρονική στιγμή διέσχιζε κάθετα το ρεύμα πορείας του και να τον παρασύρει με το προαναφερόμενο αποτέλεσμα.
Ενδεικτικό της έλλειψης της προσοχής του στην οδήγηση είναι το γεγονός ότι, έχοντας αναμμένα τα φώτα διασταύρωσης (μεσαία), θα μπορούσε να αντιληφθεί τον πεζό από απόσταση σαράντα μέτρων και να επιχειρήσει, αν όχι αποφευκτικό ελιγμό, καθώς δεν το επέτρεπαν οι συνθήκες της οδού, αφού προς τα αριστερά θα εισερχόταν στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και προς τα δεξιά λόγω αναχώματος θα κινδύνευε να ανατραπεί, τουλάχιστον πέδηση ώστε με τον τρόπο αυτό, εάν δεν ήταν δυνατό να αποφύγει τη σύγκρουση, να μειώσει τουλάχιστον τα ολέθρια αποτελέσματα αυτής (σύγκρουσης).
Η παράλειψη όμως οιουδήποτε ελιγμού και η μη αντίληψη του πεζού, όπως ο ίδιος κατέθεσε, καταδεικνύει την ανωτέρω αμέλειά του.
Το Δικαστήριο, εκτιμώντας τη βαρύτητα υπαιτιότητας του καθενός, οδηγείται στην κρίση ότι το ένδικο αυτοκινητιστικό ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια κατά ποσοστό 70% του πεζού και 30% του πρώτου εναγομένου.
Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο αποβιώσας Θ., ηλικίας κατά το χρόνο του θανάτου 83 ετών, συνδέονταν με στενούς δεσμούς αγάπης και στοργής, τόσο με το υιό, τη νύφη και τα εγγόνια του με τους οποίους κατοικούσε στην ίδια οικία, όσο και με την κόρη, το γαμπρό, τα εγγόνια και τα δισέγγονα του, με τους οποίους διέμενε σε κοντινή απόσταση. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών, κάτω από τις οποίες επήλθε ο θάνατος του Θ., της ηλικίας του κατά το χρόνο του ατυχήματος, του βαθμού υπαιτιότητας του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, του ποσοστού συνυπαιτιότητας του θανόντος πεζού, του στενού συναισθηματικού δεσμού όλων των εναγόντων συγγενών του θανόντα πεζού και της κοινωνικής θέσης και οικονομικής κατάστασης των μερών (φυσικών προσώπων), το Δικαστήριο κρίνει ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, την οποία δικαιούνται αυτοί να λάβουν για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από το θάνατό του, ανέρχεται σε 12.000 ευρώ για καθένα από τα τέκνα του, σε 5.000 ευρώ για το γαμπρό και τη νύφη του, σε 8.000 ευρώ για καθένα από τα εγγόνια του και σε 4.000 ευρώ για καθένα από τα δισέγγονά του , ποσά τα οποία κρίνονται εύλογα και δίκαια.